παραγινωμένος

παραγινωμένος
παραγινωμένος, -η, -ο και παραγενωμένος, -η, -ο
ο υπερβολικά ώριμος, βλ. παραγίνομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παράμεστος — η, ο πολύ μεστός, παραγινωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μεστός «πλήρης»] …   Dictionary of Greek

  • παρακάνω — και παρακάμνω 1. κάνω κάτι με υπερβολή, ξεπερνώ τα ανεκτά όρια ως προς κάτι που κάνω ή ως προς τη συμπεριφορά μου 2. φρ. α) «παρακάνει ζέστη [ή κρύο]» ο καιρός είναι πάρα πολύ ζεστός ή πάρα πολύ ψυχρός β) «τό παρακάνω» υπερβαίνω τα εσκαμμένα,… …   Dictionary of Greek

  • υπέρωρος — ον, Α υπερώριμος, παραγινωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἔξ ωρος, πρό ωρος] …   Dictionary of Greek

  • υπερώριμος — η, ο, Ν (κυριολ. και μτφ.) υπερβολικά ώριμος, παραγινωμένος, παραφτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ώριμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • παραγίνομαι — αμτβ., παράγινα, παραγινωμένος και παραγενωμένος 1. γίνομαι κάτι περισσότερο απ όσο πρέπει: Παράγινες ενοχλητικός με τα πειράγματά σου. 2. (για καρπούς) παραωριμάζω: Τα παραγινωμένα ροδάκινα δεν τ αγοράζει ο έμπορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερώριμος, -η — ο 1. ο υπερβολικά ώριμος, ο παραγινωμένος, ο παραμεστωμένος: Υπερώριμα φρούτα. 2. (για πρόσωπα), αυτός που ξεπέρασε το στάδιο της ωριμότητας: Τα 55 είναι υπερώριμη ηλικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”